Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔκλαγξέ θ

См. также в других словарях:

  • ἔκλαγξε — κλάζω make a sharp piercing sound aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικλάζω — ἐπικλάζω (Α) κάνω θόρυβο, κλαγγή, βροντώ («αἴσιον δ’ ἐπὶ οἱ... Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλάζω «κάνω θόρυβο, φωνάζω»] …   Dictionary of Greek

  • παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… …   Dictionary of Greek

  • ἔκλαγξ' — ἔκλαγξα , κλάζω make a sharp piercing sound aor ind act 1st sg ἔκλαγξε , κλάζω make a sharp piercing sound aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»